μαλακώτατον

μαλακώτατον
μαλακός
soft
masc acc superl sg
μαλακός
soft
neut nom/voc/acc superl sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μάλκιος — μάλκιος, ον (Α) [μάλκη] 1. αυτός που επιφέρει μούδιασμα, νάρκη, λόγω τής ψυχρότητάς του 2. πολύ ψυχρός 3. (κατά τον Ησύχ.) α) «μάλκιον ψυχρόν μαλκίστατον ψυχρότατον» β) «μαλκιώτατον μαλακώτατον» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”